Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βεβαιώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
βεβαιώνω
-
βεβαιώνομαι
-
βιώσω
)
Συνώνυμα
εξασφαλίζω
εγγυώμαι
διαβεβαιώνω
3
Αντώνυμα
αμφισβητώ
αναιρώ
απορρίπτω
3
Ορισμός
Επιβεβαιώνω κάτι με σιγουριά.
Δίνω εγγύηση ή διασφάλιση για κάτι.
2
Παραδείγματα
Θα βεβαιώσω ότι όλα είναι έτοιμα για την εκδήλωση.
Μπορώ να βεβαιώσω την ακρίβεια των πληροφοριών.
2