1. Λέξη
    βεβαιώσω (ρήμα) - (παρόμοια: βεβαιώνω - βεβαιώνομαι - βιώσω)
  2. Συνώνυμα
    • εξασφαλίζω
    • εγγυώμαι
    • διαβεβαιώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφισβητώ
    • αναιρώ
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Επιβεβαιώνω κάτι με σιγουριά.
    • Δίνω εγγύηση ή διασφάλιση για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα βεβαιώσω ότι όλα είναι έτοιμα για την εκδήλωση.
    • Μπορώ να βεβαιώσω την ακρίβεια των πληροφοριών.
    2