1. Λέξη
    βιώσω (ρήμα) - (παρόμοια: βιώσιμος - επιβιώσω - βεβαιώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ζήσω
    • διαβιώσω
    • επιβιώσω
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεθάνω
    • αφανιστώ
    • εξαφανιστώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω ζωή, να υπάρχω.
    • Να περνάω τη ζωή μου με συγκεκριμένο τρόπο.
    • Να επιβιώσω, να διατηρήσω τη ζωή μου παρά τις δυσκολίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα βιώσω πολλές εμπειρίες στη ζωή μου.
    • Ελπίζω να βιώσω γηρατειά με υγεία.
    • Πρέπει να βιώσουμε τις στιγμές της ζωής μας πλήρως.
    3