Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
βιώσιμος
-
επιβιώσω
-
βεβαιώσω
)
Συνώνυμα
ζήσω
διαβιώσω
επιβιώσω
3
Αντώνυμα
πεθάνω
αφανιστώ
εξαφανιστώ
3
Ορισμός
Να έχω ζωή, να υπάρχω.
Να περνάω τη ζωή μου με συγκεκριμένο τρόπο.
Να επιβιώσω, να διατηρήσω τη ζωή μου παρά τις δυσκολίες.
3
Παραδείγματα
Θα βιώσω πολλές εμπειρίες στη ζωή μου.
Ελπίζω να βιώσω γηρατειά με υγεία.
Πρέπει να βιώσουμε τις στιγμές της ζωής μας πλήρως.
3