Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βελτιωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
βελτιώνω
)
Συνώνυμα
βελτιώνομαι
αναβαθμίζομαι
εξελίσσομαι
3
Αντώνυμα
επιδεινώνομαι
χειροτερεύω
παρακμάζω
3
Ορισμός
Να γίνω καλύτερος σε ποιότητα ή κατάσταση.
Να βελτιώσω τις ικανότητες ή τις συνθήκες μου.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να βελτιωθώ στα μαθηματικά για να περάσω τις εξετάσεις.
Μετά από μήνες προπόνησης, η απόδοσή μου στο τρέξιμο έχει βελτιωθεί σημαντικά.
2