1. Λέξη
    βελτιωθώ (ρήμα) - (παρόμοια: βελτιώνω)
  2. Συνώνυμα
    • βελτιώνομαι
    • αναβαθμίζομαι
    • εξελίσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιδεινώνομαι
    • χειροτερεύω
    • παρακμάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνω καλύτερος σε ποιότητα ή κατάσταση.
    • Να βελτιώσω τις ικανότητες ή τις συνθήκες μου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να βελτιωθώ στα μαθηματικά για να περάσω τις εξετάσεις.
    • Μετά από μήνες προπόνησης, η απόδοσή μου στο τρέξιμο έχει βελτιωθεί σημαντικά.
    2