Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βελτιώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
βελτιώνομαι
-
βελτιωθώ
-
βεβαιώνω
-
βιώνω
)
Συνώνυμα
βελτιώνομαι
αναβαθμίζω
εξαγωγή
3
Αντώνυμα
χειροτερεύω
επιδεινώνω
καταστρέφω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι καλύτερο σε ποιότητα ή απόδοση.
Βελτιώνομαι προσωπικά ή επαγγελματικά.
2
Παραδείγματα
Προσπαθώ να βελτιώσω τις γνώσεις μου στην πληροφορική.
Η εταιρεία θέλει να βελτιώσει την ποιότητα των προϊόντων της.
2