1. Λέξη
    βελτιώνω (ρήμα) - (παρόμοια: βελτιώνομαι - βελτιωθώ - βεβαιώνω - βιώνω)
  2. Συνώνυμα
    • βελτιώνομαι
    • αναβαθμίζω
    • εξαγωγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • χειροτερεύω
    • επιδεινώνω
    • καταστρέφω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι καλύτερο σε ποιότητα ή απόδοση.
    • Βελτιώνομαι προσωπικά ή επαγγελματικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσπαθώ να βελτιώσω τις γνώσεις μου στην πληροφορική.
    • Η εταιρεία θέλει να βελτιώσει την ποιότητα των προϊόντων της.
    2