1. Λέξη
    βηματοδότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χρηματοδότης - χρηματοδότηση)
  2. Συνώνυμα
    • καρδιοδιεγέρτης
    • καρδιοαναπτήρας
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια ιατρική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού με ηλεκτρικούς παλμούς.
    • Μηχανισμός που ελέγχει και διατηρεί σταθερό τον καρδιακό ρυθμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός συνέστησε την εγκατάσταση βηματοδότη για να βελτιώσει την καρδιακή λειτουργία του ασθενούς.
    • Μετά την εγχείρηση, ο βηματοδότης βοήθησε στην αποκατάσταση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού.
    2