Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βηματοδότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χρηματοδότης
-
χρηματοδότηση
)
Συνώνυμα
καρδιοδιεγέρτης
καρδιοαναπτήρας
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια ιατρική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του καρδιακού ρυθμού με ηλεκτρικούς παλμούς.
Μηχανισμός που ελέγχει και διατηρεί σταθερό τον καρδιακό ρυθμό.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός συνέστησε την εγκατάσταση βηματοδότη για να βελτιώσει την καρδιακή λειτουργία του ασθενούς.
Μετά την εγχείρηση, ο βηματοδότης βοήθησε στην αποκατάσταση του φυσιολογικού καρδιακού ρυθμού.
2