1. Λέξη
    βιασύνη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιαστώ)
  2. Συνώνυμα
    • σπευσμός
    • βιασύνωση
    • επείγον
    • ταχύτητα
    4
  3. Αντώνυμα
    • αργότητα
    • βραδύτητα
    • χαλάρωση
    • ανησυχία
    4
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να κάνει κάποιος κάτι γρήγορα ή χωρίς την απαραίτητη προσοχή.
    • Η ανάγκη για γρήγορη δράση ή απόφαση λόγω επείγουσας κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η βιασύνη με την οποία έφυγαν από το σπίτι έδειχνε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
    • Σε τέτοιες καταστάσεις, η βιασύνη μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.
    2