Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιασύνη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιαστώ
)
Συνώνυμα
σπευσμός
βιασύνωση
επείγον
ταχύτητα
4
Αντώνυμα
αργότητα
βραδύτητα
χαλάρωση
ανησυχία
4
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να κάνει κάποιος κάτι γρήγορα ή χωρίς την απαραίτητη προσοχή.
Η ανάγκη για γρήγορη δράση ή απόφαση λόγω επείγουσας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Η βιασύνη με την οποία έφυγαν από το σπίτι έδειχνε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Σε τέτοιες καταστάσεις, η βιασύνη μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.
2