Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
βιαστής
-
βιαστικά
-
βαστώ
-
βιαστικός
-
πιαστώ
-
βιασμός
-
βιασύνη
-
νοιαστώ
)
Συνώνυμα
σπεύδω
επιταχύνω
βιάζομαι
3
Αντώνυμα
χαλαρώνω
αργώ
καθυστερώ
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι γρήγορα ή υπό πίεση, χωρίς την απαραίτητη προσοχή.
Να προχωρώ ή να κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να βιαστώ για να προλάβω το τρένο.
Μην βιάζεσαι, έχουμε αρκετό χρόνο.
2