1. Λέξη
    βιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια: βιαστής - βιαστικά - βαστώ - βιαστικός - πιαστώ - βιασμός - βιασύνη - νοιαστώ)
  2. Συνώνυμα
    • σπεύδω
    • επιταχύνω
    • βιάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρώνω
    • αργώ
    • καθυστερώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι γρήγορα ή υπό πίεση, χωρίς την απαραίτητη προσοχή.
    • Να προχωρώ ή να κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να βιαστώ για να προλάβω το τρένο.
    • Μην βιάζεσαι, έχουμε αρκετό χρόνο.
    2