Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιβλιάριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιβλιοθηκάριος
-
βιβλικός
)
Συνώνυμα
εφημερίδιο
τετράδιο
σημειωματάριο
3
Αντώνυμα
βιβλίο
τόμος
εντυπωσιακό έντυπο
3
Ορισμός
Ένα μικρό βιβλίο ή τετράδιο, συχνά με λεπτές σελίδες.
Ένα έντυπο που περιέχει πληροφορίες ή οδηγίες, συνήθως σε μικρή μορφή.
2
Παραδείγματα
Αγόρασα ένα βιβλιάριο για να σημειώνω τις δουλειές μου.
Το βιβλιάριο οδηγιών της συσκευής ήταν πολύ χρήσιμο.
2