1. Λέξη
    βιβλιάριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιβλιοθηκάριος - βιβλικός)
  2. Συνώνυμα
    • εφημερίδιο
    • τετράδιο
    • σημειωματάριο
    3
  3. Αντώνυμα
    • βιβλίο
    • τόμος
    • εντυπωσιακό έντυπο
    3
  4. Ορισμός
    • Ένα μικρό βιβλίο ή τετράδιο, συχνά με λεπτές σελίδες.
    • Ένα έντυπο που περιέχει πληροφορίες ή οδηγίες, συνήθως σε μικρή μορφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αγόρασα ένα βιβλιάριο για να σημειώνω τις δουλειές μου.
    • Το βιβλιάριο οδηγιών της συσκευής ήταν πολύ χρήσιμο.
    2