Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιβλικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βολικός
-
βιβλιάριο
-
βασιλικός
-
βιαστικός
)
Συνώνυμα
θρησκευτικός
ιερός
εκκλησιαστικός
3
Αντώνυμα
κοσμικός
αθρησκευτικός
εξωτερικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τη Βίβλο ή που προέρχεται από αυτήν.
Ό,τι χαρακτηρίζεται από θρησκευτική αγιότητα ή ευσέβεια.
Που έχει σχέση με τα γεγονότα ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στη Βίβλο.
3
Παραδείγματα
Ο βιβλικός Αδάμ και η Εύα θεωρούνται οι πρώτοι άνθρωποι στη Γη.
Η βιβλική ιστορία του Νώε και του Κιβωτού είναι γνωστή σε πολλούς.
Τα βιβλικά κείμενα μελετώνται σε θρησκευτικά μαθήματα.
3