1. Λέξη
    βιολιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιαστής)
  2. Συνώνυμα
    • μουσικός
    • βιολονίστας
    2
  3. Αντώνυμα
    • αμουσός
    1
  4. Ορισμός
    • Ο μουσικός που παίζει βιολί.
    • Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην εκτέλεση μουσικής με το βιολί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βιολιστής έδωσε μια συναρπαστική παράσταση στο θέατρο.
    • Ο διάσημος βιολιστής θα εμφανιστεί σήμερα το βράδυ με τη συμφωνική ορχήστρα.
    2