Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βιολιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιαστής
)
Συνώνυμα
μουσικός
βιολονίστας
2
Αντώνυμα
αμουσός
1
Ορισμός
Ο μουσικός που παίζει βιολί.
Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην εκτέλεση μουσικής με το βιολί.
2
Παραδείγματα
Ο βιολιστής έδωσε μια συναρπαστική παράσταση στο θέατρο.
Ο διάσημος βιολιστής θα εμφανιστεί σήμερα το βράδυ με τη συμφωνική ορχήστρα.
2