1. Λέξη
    βιαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βιαστώ - βιαστικά - βιαστικός - βιολιστής - σχολιαστής - σχεδιαστής - στασιαστής)
  2. Συνώνυμα
    • επιδρομέας
    • εμπρηστής
    • εχθρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμυνόμενος
    • θύμα
    • άμαχος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που επιτίθεται με βία.
    • Πρόσωπο που κάνει σεξουαλική επίθεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βιαστής συνελήφθη από την αστυνομία μετά την επίθεση.
    • Η κοινότητα εξοργίστηκε από τις πράξεις του βιαστή.
    2