1. Λέξη
    βιομηχανικός (επίθετο) - (παρόμοια: μηχανικός - βιομηχανία - αρχιμηχανικός)
  2. Συνώνυμα
    • βιομηχανικός
    • εργοστασιακός
    • βιοτεχνικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγροτικός
    • χειροτεχνικός
    • παραδοσιακός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη βιομηχανία ή τις βιομηχανικές διαδικασίες.
    • Που αφορά την παραγωγή αγαθών σε μεγάλη κλίμακα με τη χρήση μηχανημάτων και τεχνολογίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βιομηχανικός τομέας της οικονομίας έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη μιας χώρας.
    • Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε ριζικά τον τρόπο παραγωγής αγαθών.
    2