Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μηχανικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μηχανική
-
βιομηχανικός
-
μηχανισμός
-
αρχιμηχανικός
-
μηδενικός
-
μηχανή
-
πανικός
-
μηχανάκι
-
ιδανικός
-
νεανικός
-
μητρικός
)
Συνώνυμα
μηχανουργός
τεχνικός
μηχανολόγος
3
Αντώνυμα
ατεχνία
αμάθεια
2
Ορισμός
Επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη, τη σχεδίαση, την κατασκευή και τη λειτουργία μηχανημάτων και συστημάτων.
Επαγγελματίας που εφαρμόζει τις αρχές της επιστήμης και των μαθηματικών για την ανάπτυξη και τη βελτίωση τεχνολογικών λύσεων.
2
Παραδείγματα
Ο μηχανικός σχεδίασε ένα νέο σύστημα για την αυτοματοποίηση της παραγωγής.
Η μηχανικός εργάστηκε σκληρά για να βελτιώσει την αποδοτικότητα του κινητήρα.
2