Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βοηθάω (ρήμα) - (παρόμοια:
βοηθώ
-
βοηθός
)
Συνώνυμα
υποστηρίζω
συμπαραστέκομαι
βοηθώ
3
Αντώνυμα
εμποδίζω
δυσκολεύω
ενοχλώ
3
Ορισμός
Παρέχω βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιον.
Συμβάλλω στην επίλυση ενός προβλήματος ή στην εκτέλεση μιας εργασίας.
2
Παραδείγματα
Μπορείς να με βοηθήσεις να μεταφέρω αυτό το έπιπλο;
Ο φίλος μου με βοήθησε να λύσω το πρόβλημα.
2