Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βοηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
βοηθάω
-
βοηθός
)
Συνώνυμα
υποστηρίζω
συμπαραστέκομαι
βοηθάω
3
Αντώνυμα
εμποδίζω
δυσκολεύω
ενοχλώ
3
Ορισμός
Παρέχω βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιον.
Συμβάλλω στην επίλυση ενός προβλήματος ή στην εκτέλεση μιας εργασίας.
2
Παραδείγματα
Μπορείς να με βοηθήσεις να μεταφέρω αυτό το έπιπλο;
Ο δάσκαλος βοήθησε τον μαθητή να κατανοήσει τη θεωρία.
2