1. Λέξη
    βολεύω (ρήμα) - (παρόμοια: βολεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • εξυπηρετώ
    • εξυπηρετώ
    • βοηθώ
    • υποστηρίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ενοχλώ
    • δυσκολεύω
    • εμποδίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι εύκολο ή βολικό για κάποιον.
    • Παρέχω βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μπορείς να με βολεύεις να πάρω αυτό το βιβλίο από το ράφι;
    • Η νέα υπηρεσία βολεύει πολύ τους πελάτες.
    2