Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βολεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
βολεύομαι
)
Συνώνυμα
εξυπηρετώ
εξυπηρετώ
βοηθώ
υποστηρίζω
4
Αντώνυμα
ενοχλώ
δυσκολεύω
εμποδίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι εύκολο ή βολικό για κάποιον.
Παρέχω βοήθεια ή υποστήριξη σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Μπορείς να με βολεύεις να πάρω αυτό το βιβλίο από το ράφι;
Η νέα υπηρεσία βολεύει πολύ τους πελάτες.
2