Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βολεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δυσκολεύομαι
-
βολεύω
-
γεύομαι
-
νοσηλεύομαι
)
Συνώνυμα
ανακατεύομαι
μπλέκομαι
εμπλέκομαι
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απομακρύνομαι
2
Ορισμός
1. Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση ή δραστηριότητα, συχνά χωρίς να το επιθυμώ.
2. Βρίσκομαι σε μια δυσάρεστη ή δύσκολη θέση.
2
Παραδείγματα
Δεν ήθελα να βολευτώ σε αυτή τη διαμάχη, αλλά τελικά βρέθηκα στη μέση.
Μετά το ατύχημα, βολεύτηκα σε έναν μήνα θεραπειών.
2