Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βομβητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βομβιστής
)
Συνώνυμα
βουητής
βουητικός
βουβός
3
Αντώνυμα
ήσυχος
σιωπηλός
άηχος
3
Ορισμός
Αυτός που βομβά ή παράγει βόμβο.
Συσκευή ή μηχανισμός που παράγει βόμβο ή θόρυβο.
2
Παραδείγματα
Ο βομβητής του ψυγείου έκανε δυνατό θόρυβο.
Οι βομβητές των αεροπλάνων προκαλούν μεγάλη ηχορύπανση.
2