1. Λέξη
    βομβητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βομβιστής)
  2. Συνώνυμα
    • βουητής
    • βουητικός
    • βουβός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήσυχος
    • σιωπηλός
    • άηχος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που βομβά ή παράγει βόμβο.
    • Συσκευή ή μηχανισμός που παράγει βόμβο ή θόρυβο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βομβητής του ψυγείου έκανε δυνατό θόρυβο.
    • Οι βομβητές των αεροπλάνων προκαλούν μεγάλη ηχορύπανση.
    2