1. Λέξη
    βομβιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βομβιστικός - βομβητής - βουδιστής)
  2. Συνώνυμα
    • δράστης
    • εμπρηστής
    • επιτελωνιστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • εθελοντής
    • σωτήρας
    • προστάτης
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που τοποθετεί βόμβες με σκοπό την καταστροφή ή τη δολοφονία.
    • Ένοπλος που εκτελεί επιθέσεις με εκρηκτικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βομβιστής εξοντώθηκε αφού ενεργοποίησε τη βόμβα.
    • Οι αρχές ψάχνουν τον βομβιστή που προκάλεσε την έκρηξη στο κέντρο της πόλης.
    2