Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βομβιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βομβιστικός
-
βομβητής
-
βουδιστής
)
Συνώνυμα
δράστης
εμπρηστής
επιτελωνιστής
3
Αντώνυμα
εθελοντής
σωτήρας
προστάτης
3
Ορισμός
Πρόσωπο που τοποθετεί βόμβες με σκοπό την καταστροφή ή τη δολοφονία.
Ένοπλος που εκτελεί επιθέσεις με εκρηκτικά.
2
Παραδείγματα
Ο βομβιστής εξοντώθηκε αφού ενεργοποίησε τη βόμβα.
Οι αρχές ψάχνουν τον βομβιστή που προκάλεσε την έκρηξη στο κέντρο της πόλης.
2