Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βοσκότοπος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βοσκός
)
Συνώνυμα
λιβάδι
βουνολεύκωμα
πράσινο
3
Αντώνυμα
έρημος
αποστείωση
ακαλλιέργητη γη
3
Ορισμός
Μία έκταση γης με άφθονη βλάστηση, κατάλληλη για βόσκηση ζώων.
Φυσικό περιβάλλον όπου τα ζώα τρέφονται με φυσική βλάστηση.
2
Παραδείγματα
Τα πρόβατα βόσκησαν στον πλούσιο βοσκότοπο όλη την ημέρα.
Ο βοσκότοπος ήταν γεμάτος με άγρια λουλούδια και ψηλά χόρτα.
2