Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βοσκός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βοσκότοπος
-
βολικός
)
Συνώνυμα
ποιμένας
σκυλάς
βοσκοπόλος
3
Αντώνυμα
αγρότης
καλλιεργητής
2
Ορισμός
Αυτός που φροντίζει και καθοδηγεί τα ζώα, ειδικά τα πρόβατα ή τις αγελάδες, σε βοσκοτόπια.
Μεταφορικά, αυτός που φροντίζει και καθοδηγεί μια ομάδα ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατα σε νέες βοσκοτόπες.
Ο ιερέας είναι ο πνευματικός βοσκός της κοινότητας.
2