Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βούληση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βούλα
)
Συνώνυμα
θέληση
επιθυμία
προαίρεση
3
Αντώνυμα
απροθυμία
αδιαφορία
αποφυγή
3
Ορισμός
Η ικανότητα ενός ατόμου να λαμβάνει αποφάσεις και να ενεργεί με δική του πρωτοβουλία.
Η επιθυμία ή η απόφαση να κάνει κάποιος κάτι.
2
Παραδείγματα
Η βούλησή του να βοηθήσει ήταν εμφανής.
Χωρίς τη δική σου βούληση, δεν μπορώ να προχωρήσω.
2