Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βούλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βούλκαν
-
βούληση
-
ούλα
)
Συνώνυμα
προσφώνηση
χαρακτηρισμός
επωνυμία
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρή μεταλλική ή πλαστική σφραγίδα που φέρει χαραγμένο όνομα, τίτλο ή σύμβολο και χρησιμοποιείται για επισήμανση ή διακόσμηση.
Επίσημη προσφώνηση ή τίτλος που αποδίδεται σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η βούλα στο γραφείο του δείχνει το όνομά του και τον τίτλο του.
Του έδωσαν την επίσημη βούλα του διευθυντή.
2