1. Λέξη
    βούλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βούλκαν - βούληση - ούλα)
  2. Συνώνυμα
    • προσφώνηση
    • χαρακτηρισμός
    • επωνυμία
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρή μεταλλική ή πλαστική σφραγίδα που φέρει χαραγμένο όνομα, τίτλο ή σύμβολο και χρησιμοποιείται για επισήμανση ή διακόσμηση.
    • Επίσημη προσφώνηση ή τίτλος που αποδίδεται σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η βούλα στο γραφείο του δείχνει το όνομά του και τον τίτλο του.
    • Του έδωσαν την επίσημη βούλα του διευθυντή.
    2