1. Λέξη
    βρυχώμαι (ρήμα) - (παρόμοια: καυχώμαι)
  2. Συνώνυμα
    • φωνάζω
    • κραυγάζω
    • ωρύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • ησυχάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Εκπέμπω δυνατούς ήχους, συνήθως ως έκφραση οργής ή άγριας συμπεριφοράς.
    • Μιλώ ή φωνάζω με πολύ δυνατή και απειλητική φωνή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το λιοντάρι βρυχόταν στο πέρασμα της αγέλης.
    • Ο θυμωμένος άντρας βρυχόταν κατά των παρευρισκομένων.
    2