Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βρυχώμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καυχώμαι
)
Συνώνυμα
φωνάζω
κραυγάζω
ωρύομαι
3
Αντώνυμα
σιωπώ
ησυχάζω
2
Ορισμός
Εκπέμπω δυνατούς ήχους, συνήθως ως έκφραση οργής ή άγριας συμπεριφοράς.
Μιλώ ή φωνάζω με πολύ δυνατή και απειλητική φωνή.
2
Παραδείγματα
Το λιοντάρι βρυχόταν στο πέρασμα της αγέλης.
Ο θυμωμένος άντρας βρυχόταν κατά των παρευρισκομένων.
2