Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καυχώμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καυχιέμαι
-
βρυχώμαι
)
Συνώνυμα
περηφανεύομαι
μεγαλαυχώ
διακηρύττω
3
Αντώνυμα
ταπεινώνομαι
ντρέπομαι
κρύβω
3
Ορισμός
Εκφράζω με υπερβολικό τρόπο τα επιτεύγματά μου ή τις ικανότητές μου.
Δείχνω υπερβολική ικανοποίηση για κάτι που έχω κάνει ή που μου ανήκει.
2
Παραδείγματα
Συνεχώς καυχιέται για τις επιτυχίες του στη δουλειά.
Μην καυχάσαι τόσο πολύ, μπορεί να φανεί αγενές.
2