1. Λέξη
    γαργαλάω (ρήμα) - (παρόμοια: γαργαλώ - γαργαλιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • γαργαλίζω
    • γαργαρίζω
    2
  3. Αντώνυμα
    • πληγώνω
    • πονώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ σε κάποιον μια ευχάριστη αίσθηση με ελαφριά επαφή, συνήθως σε ευαίσθητα σημεία του σώματος.
    • Να ερεθίζω ή να διασκεδάζω κάποιον με ελαφριά επαφή ή με χιουμοριστικό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μικρός γελούσε όταν τον γαργάλαγα στο στομάχι.
    • Μου αρέσει να γαργαλάω τα νερά της θάλασσας με τα δάχτυλά μου.
    2