Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γαργαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
γαργαλάω
-
γαργαλιέμαι
)
Συνώνυμα
γαργαλάω
γαργαρίζω
2
Αντώνυμα
πληγώνω
πονώ
2
Ορισμός
Να προκαλώ σε κάποιον μια ευχάριστη αίσθηση με ελαφριά επαφή στο δέρμα, συνήθως σε ευαίσθητες περιοχές.
Να ερεθίζω ή να ενοχλώ κάποιον με ελαφριές κινήσεις ή πειράγματα.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά γαργαλούν ο ένας τον άλλον και γελούν.
Μην με γαργαλάς, γιατί είμαι πολύ ευαίσθητος εκεί.
2