Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γελάς (ρήμα) - (παρόμοια:
γελάω
-
γελάδα
-
γελάσω
-
γελώ
)
Συνώνυμα
χαμογελάς
γελνάς
γελώ
3
Αντώνυμα
κλαις
λυπάσαι
θλίβεσαι
3
Ορισμός
Εκφράζω χαρά ή ευχαρίστηση με ήχο και έκφραση του προσώπου.
Αποκτώ ή δείχνω ευχάριστη διάθεση.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης γελάει όταν βλέπει κωμικές ταινίες.
Γελάς όταν σου λένε ένα αστείο.
2