Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γελάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεγελάσω
-
γελάς
-
γελάω
-
γελάδα
-
γεράσω
)
Συνώνυμα
γελώ
χαμογελώ
γελάω
3
Αντώνυμα
κλαίω
λυπάμαι
θλίβομαι
3
Ορισμός
να εκφράσω χαρά ή ευχαρίστηση με ήχο και έκφραση του προσώπου
να ανταποδώσω με γέλιο σε μια αστεία ή ευχάριστη κατάσταση
2
Παραδείγματα
Θα γελάσω με την αστεία ιστορία που μου είπες.
Όταν είδα το βίντεο, δεν μπορούσα να μην γελάσω.
2