Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γελωτοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αρτοποιός
)
Συνώνυμα
κλόουν
παλιάτσος
κωμικός
3
Αντώνυμα
σοβαρός
επίσημος
2
Ορισμός
Άτομο που ειδικεύεται στο να προκαλεί γέλιο, συνήθως μέσα από κωμικές ή γελοίες ενέργειες.
Καλλιτέχνης που εμφανίζεται σε θεατρικές παραστάσεις ή σόου με σκοπό να διασκεδάσει το κοινό.
2
Παραδείγματα
Ο γελωτοποιός στο τσίρκο έκανε όλους να γελούν με τις αστεία κινήσεις του.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι γελωτοποιοί συχνά συμμετείχαν σε θεατρικές παραστάσεις.
2