1. Λέξη
    γελωτοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αρτοποιός)
  2. Συνώνυμα
    • κλόουν
    • παλιάτσος
    • κωμικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σοβαρός
    • επίσημος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ειδικεύεται στο να προκαλεί γέλιο, συνήθως μέσα από κωμικές ή γελοίες ενέργειες.
    • Καλλιτέχνης που εμφανίζεται σε θεατρικές παραστάσεις ή σόου με σκοπό να διασκεδάσει το κοινό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γελωτοποιός στο τσίρκο έκανε όλους να γελούν με τις αστεία κινήσεις του.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι γελωτοποιοί συχνά συμμετείχαν σε θεατρικές παραστάσεις.
    2