1. Λέξη
    αρτοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γελωτοποιός - ηθοποιός - θαυματοποιός)
  2. Συνώνυμα
    • φούρναρης
    • ζαχαροπλάστης
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ειδικεύεται στην παραγωγή και πώληση ψωμιού και άλλων αρτοσκευασμάτων.
    • Πρόσωπο που εργάζεται σε αρτοποιείο και είναι υπεύθυνο για την παρασκευή ψωμιού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αρτοποιός ξεκίνησε να ετοιμάζει το ψωμί από τις πρώτες πρωινές ώρες.
    • Στο αρτοποιείο, ο αρτοποιός φροντίζει να είναι τα προϊόντα φρέσκα κάθε μέρα.
    2