Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεμιστό (επίθετο) - (παρόμοια:
γεμιστήρας
)
Συνώνυμα
γεμάτο
γεμισμένο
πλήρες
3
Αντώνυμα
άδειο
κενό
2
Ορισμός
Που έχει γεμίσει, που περιέχει μεγάλη ποσότητα από κάτι.
Που είναι γεμάτο με συγκεκριμένο περιεχόμενο ή υλικό.
2
Παραδείγματα
Το γεμιστό πιάτο ήταν νόστιμο.
Έφερε ένα γεμιστό σακούλι με φρούτα.
2