1. Λέξη
    γεμιστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανεμιστήρας - γεμιστό)
  2. Συνώνυμα
    • φυλλοκάρυδο
    • γεμιστό
    2
  3. Αντώνυμα
    • άδειο
    • αγεμίστο
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα φαγητό που γεμίζεται με διάφορα υλικά, όπως κιμά, ρύζι, μπαχαρικά κ.α.
    • Ένα πιάτο που συνήθως παρασκευάζεται με λαχανικά ή κρέας γεμισμένα με άλλα τρόφιμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά έφτιαξε νοστιμότατους γεμιστήρες με ντομάτες και πιπεριές.
    • Οι γεμιστήρες με κιμά και ρύζι είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό πιάτο.
    2