Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεμιστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανεμιστήρας
-
γεμιστό
)
Συνώνυμα
φυλλοκάρυδο
γεμιστό
2
Αντώνυμα
άδειο
αγεμίστο
2
Ορισμός
Ένα φαγητό που γεμίζεται με διάφορα υλικά, όπως κιμά, ρύζι, μπαχαρικά κ.α.
Ένα πιάτο που συνήθως παρασκευάζεται με λαχανικά ή κρέας γεμισμένα με άλλα τρόφιμα.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά έφτιαξε νοστιμότατους γεμιστήρες με ντομάτες και πιπεριές.
Οι γεμιστήρες με κιμά και ρύζι είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό πιάτο.
2