Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γενεαλογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γενεαλογικός
)
Συνώνυμα
ιστορία
προγονική καταγωγή
δενδρογράφημα
3
Αντώνυμα
αγένεια
αγνωμοσύνη
2
Ορισμός
Η μελέτη της καταγωγής και της εξέλιξης μιας οικογένειας ή ενός γένους.
Το σύστημα καταγραφής της ιστορίας μιας οικογένειας.
Η διαδικασία ανίχνευσης της καταγωγής ενός ατόμου ή μιας ομάδας.
3
Παραδείγματα
Η γενεαλογία της βασιλικής οικογένειας είναι πολύ εκτενής.
Μελετάει τη γενεαλογία του για να ανακαλύψει τις ρίζες του.
Το βιβλίο παρουσιάζει την γενεαλογία των αρχαίων ελληνικών φυλών.
3