1. Λέξη
    γενεαλογία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γενεαλογικός)
  2. Συνώνυμα
    • ιστορία
    • προγονική καταγωγή
    • δενδρογράφημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγένεια
    • αγνωμοσύνη
    2
  4. Ορισμός
    • Η μελέτη της καταγωγής και της εξέλιξης μιας οικογένειας ή ενός γένους.
    • Το σύστημα καταγραφής της ιστορίας μιας οικογένειας.
    • Η διαδικασία ανίχνευσης της καταγωγής ενός ατόμου ή μιας ομάδας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η γενεαλογία της βασιλικής οικογένειας είναι πολύ εκτενής.
    • Μελετάει τη γενεαλογία του για να ανακαλύψει τις ρίζες του.
    • Το βιβλίο παρουσιάζει την γενεαλογία των αρχαίων ελληνικών φυλών.
    3