1. Λέξη
    γενεαλογικός (επίθετο) - (παρόμοια: γενεαλογία - γενετικός - γενικός - λογικός - εκλογικός)
  2. Συνώνυμα
    • οικογενειακός
    • συγγενικός
    • προγονικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασύνδετος
    • ασυγγενής
    • ασύνδετος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη μελέτη ή την καταγραφή της ιστορίας μιας οικογένειας.
    • Αναφερόμενος στην καταγωγή ή την προέλευση κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειάς μας φτάνει μέχρι τον 18ο αιώνα.
    • Έκανε μια γενεαλογική έρευνα για να ανακαλύψει τις ρίζες του.
    2