Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γενεαλογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
γενεαλογία
-
γενετικός
-
γενικός
-
λογικός
-
εκλογικός
)
Συνώνυμα
οικογενειακός
συγγενικός
προγονικός
3
Αντώνυμα
ασύνδετος
ασυγγενής
ασύνδετος
3
Ορισμός
Σχετικός με τη μελέτη ή την καταγραφή της ιστορίας μιας οικογένειας.
Αναφερόμενος στην καταγωγή ή την προέλευση κάποιου.
2
Παραδείγματα
Το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειάς μας φτάνει μέχρι τον 18ο αιώνα.
Έκανε μια γενεαλογική έρευνα για να ανακαλύψει τις ρίζες του.
2