Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννήσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννήσω
)
Συνώνυμα
γεννούν
παράγουν
δημιουργούν
3
Αντώνυμα
καταστρέφουν
εξαφανίζουν
τερματίζουν
3
Ορισμός
Παράγω ή δημιουργώ κάτι νέο.
Είμαι η αιτία της ύπαρξης κάποιου ή κάτι.
Προκαλώ τη γέννηση ενός παιδιού ή ζώου.
3
Παραδείγματα
Οι καινοτομίες μπορούν να γεννήσουν νέες ευκαιρίες.
Η αγάπη τους γεννήσε ένα όμορφο παιδί.
Οι αλλαγές αυτές θα γεννήσουν πολλές αντιδράσεις.
3