1. Λέξη
    γεννήσουν (ρήμα) - (παρόμοια: γεννήσω)
  2. Συνώνυμα
    • γεννούν
    • παράγουν
    • δημιουργούν
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφουν
    • εξαφανίζουν
    • τερματίζουν
    3
  4. Ορισμός
    • Παράγω ή δημιουργώ κάτι νέο.
    • Είμαι η αιτία της ύπαρξης κάποιου ή κάτι.
    • Προκαλώ τη γέννηση ενός παιδιού ή ζώου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι καινοτομίες μπορούν να γεννήσουν νέες ευκαιρίες.
    • Η αγάπη τους γεννήσε ένα όμορφο παιδί.
    • Οι αλλαγές αυτές θα γεννήσουν πολλές αντιδράσεις.
    3