1. Λέξη
    γεννήσω (ρήμα) - (παρόμοια: γεννήσουν - γεννώ - γεννήτρια - γεννάω)
  2. Συνώνυμα
    • δημιουργώ
    • παράγω
    • φέρνω στον κόσμο
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • εξαφανίζω
    • σκοτώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να φέρω κάτι ή κάποιον στη ζωή, να δημιουργήσω.
    • Να προκαλέσω την ύπαρξη κάτι ή κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γυναίκα θα γεννήσει ένα παιδί το επόμενο μήνα.
    • Η ιδέα αυτή γεννήθηκε από μια συζήτηση μεταξύ φίλων.
    2