Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννήσουν
-
γεννώ
-
γεννήτρια
-
γεννάω
)
Συνώνυμα
δημιουργώ
παράγω
φέρνω στον κόσμο
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
εξαφανίζω
σκοτώνω
3
Ορισμός
Να φέρω κάτι ή κάποιον στη ζωή, να δημιουργήσω.
Να προκαλέσω την ύπαρξη κάτι ή κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η γυναίκα θα γεννήσει ένα παιδί το επόμενο μήνα.
Η ιδέα αυτή γεννήθηκε από μια συζήτηση μεταξύ φίλων.
2