Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γεννήσω
)
Συνώνυμα
μηχανή
μηχανισμός
συσκευή
3
Αντώνυμα
καταναλωτής
δέκτης
2
Ορισμός
Μηχανή ή συσκευή που παράγει ηλεκτρική ενέργεια.
Συσκευή που μετατρέπει μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική.
2
Παραδείγματα
Η γεννήτρια του εργοστασίου παρήγαγε αρκετή ενέργεια για να καλύψει τις ανάγκες της πόλης.
Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε μια γεννήτρια κατά τη διακοπή ρεύματος.
2