1. Λέξη
    γεννήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γεννήσω)
  2. Συνώνυμα
    • μηχανή
    • μηχανισμός
    • συσκευή
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταναλωτής
    • δέκτης
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχανή ή συσκευή που παράγει ηλεκτρική ενέργεια.
    • Συσκευή που μετατρέπει μηχανική ενέργεια σε ηλεκτρική.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γεννήτρια του εργοστασίου παρήγαγε αρκετή ενέργεια για να καλύψει τις ανάγκες της πόλης.
    • Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε μια γεννήτρια κατά τη διακοπή ρεύματος.
    2