Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γενναίος (επίθετο) - (παρόμοια:
γενναιόδωρος
-
γεννώ
)
Συνώνυμα
θαρραλέος
τολμηρός
ατρόμητος
3
Αντώνυμα
δειλός
φοβισμένος
άτολμος
3
Ορισμός
Που δείχνει θάρρος και ανδρεία.
Που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα και ψυχική δύναμη.
2
Παραδείγματα
Ο γενναίος στρατιώτης πολέμησε μέχρι το τέλος.
Η γενναία απόφασή του έσωσε πολλές ζωές.
2