1. Λέξη
    γεννώ (ρήμα) - (παρόμοια: γεννάω - γεννηθώ - γεννήσω - γεννηθεί - γενναίος)
  2. Συνώνυμα
    • δημιουργώ
    • παράγω
    • φτιάχνω
    • προκαλώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • εξαφανίζω
    • σταματώ
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Να φέρω κάτι στη ζωή, να δημιουργήσω.
    • 2. Να προκαλώ την ύπαρξη κάποιου ή κάτι.
    • 3. Να αποκτώ παιδιά, να γίνομαι γονέας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος γεννά τη ζωή στη γη.
    • Η αγάπη γεννά αγάπη.
    • Η γυναίκα του γέννησε ένα υγιέστατο αγόρι.
    3