Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεννώ (ρήμα) - (παρόμοια:
γεννάω
-
γεννηθώ
-
γεννήσω
-
γεννηθεί
-
γενναίος
)
Συνώνυμα
δημιουργώ
παράγω
φτιάχνω
προκαλώ
4
Αντώνυμα
καταστρέφω
εξαφανίζω
σταματώ
3
Ορισμός
1. Να φέρω κάτι στη ζωή, να δημιουργήσω.
2. Να προκαλώ την ύπαρξη κάποιου ή κάτι.
3. Να αποκτώ παιδιά, να γίνομαι γονέας.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος γεννά τη ζωή στη γη.
Η αγάπη γεννά αγάπη.
Η γυναίκα του γέννησε ένα υγιέστατο αγόρι.
3