1. Λέξη
    γεράζω (ρήμα) - (παρόμοια: γεράκι - γεράσω)
  2. Συνώνυμα
    • γερνώ
    • προσγειώνομαι
    • ωριμάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • νεαρεύω
    • ανανεώνομαι
    • αναζωογονούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Γίνομαι μεγαλύτερος σε ηλικία.
    • Καταντώ σε προχωρημένη ηλικία.
    • Αποκτώ εμπειρία ή σοφία λόγω της ηλικίας μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου γεράζει με αξιοπρέπεια.
    • Τα σκυλιά γεράζουν πιο γρήγορα από τους ανθρώπους.
    • Με το που γεράσεις, θα καταλάβεις πολλά πράγματα.
    3