1. Λέξη
    γεράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αεράκι - χεράκι - γεράζω - γεράσω)
  2. Συνώνυμα
    • ιέρακας
    • αετός
    • γερακίνα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των αετών, που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα και την ευκινησία του.
    • Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ευφυής, γρήγορος ή επιθετικός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το γεράκι πετάει ψηλά στον ουρανό.
    • Είναι γεράκι στα μαθηματικά, λύνει τις ασκήσεις πολύ γρήγορα.
    2