Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γεράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αεράκι
-
χεράκι
-
γεράζω
-
γεράσω
)
Συνώνυμα
ιέρακας
αετός
γερακίνα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό αρπακτικό πτηνό της οικογένειας των αετών, που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα και την ευκινησία του.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ευφυής, γρήγορος ή επιθετικός.
2
Παραδείγματα
Το γεράκι πετάει ψηλά στον ουρανό.
Είναι γεράκι στα μαθηματικά, λύνει τις ασκήσεις πολύ γρήγορα.
2