Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γερνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
γερνάω
-
γερό
)
Συνώνυμα
μεγαλώνω
προσγειώνομαι
ωριμάζω
3
Αντώνυμα
νεαρεύω
ανανεώνομαι
αναζωογονώ
3
Ορισμός
Να γίνομαι μεγαλύτερος σε ηλικία.
Να χάνω τη νεανική μου ευεξία ή ενέργεια.
Να πλησιάζω σε προχωρημένη ηλικία.
3
Παραδείγματα
Κάθε χρόνο που περνάει, γερνάω λίγο περισσότερο.
Ο παππούς μου γέρασε αλλά παραμένει ενεργός.
Με το πέρασμα του χρόνου, όλοι γερνάμε.
3