Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γερό (επίθετο) - (παρόμοια:
γερός
-
γερνώ
)
Συνώνυμα
ηλικιωμένος
μεγάλος
πρεσβύτερος
3
Αντώνυμα
νέος
μικρός
νεαρός
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη ηλικία
που χαρακτηρίζεται από ωριμότητα ή εμπειρία λόγω ηλικίας
2
Παραδείγματα
Ο γερός άνδρας κάθισε στο παγκάκι.
Η γερή γυναίκα είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί.
2