Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρινιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
γκρινιάρης
-
γκριν
-
γκρι
)
Συνώνυμα
γκρινιάρω
γκρινιάζομαι
μεμψιμοιρώ
γκρινιάζω
4
Αντώνυμα
χαμογελώ
γελώ
χαίρομαι
ευχαριστιέμαι
4
Ορισμός
Εκφράζω δυσαρέσκεια ή δυσκολία με γκρίνια ή παραπονούμενος.
Εμφανίζω ενοχλητική συμπεριφορά με συνεχείς παραπομπές ή γκρίνιες.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου συνήθιζε να γκρινιάζει για τον καιρό.
Μην γκρινιάζεις συνεχώς για τη δουλειά σου.
2