1. Λέξη
    γκρινιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: γκρινιάρης - γκριν - γκρι)
  2. Συνώνυμα
    • γκρινιάρω
    • γκρινιάζομαι
    • μεμψιμοιρώ
    • γκρινιάζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χαμογελώ
    • γελώ
    • χαίρομαι
    • ευχαριστιέμαι
    4
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω δυσαρέσκεια ή δυσκολία με γκρίνια ή παραπονούμενος.
    • Εμφανίζω ενοχλητική συμπεριφορά με συνεχείς παραπομπές ή γκρίνιες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου συνήθιζε να γκρινιάζει για τον καιρό.
    • Μην γκρινιάζεις συνεχώς για τη δουλειά σου.
    2