Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκρινιάρης (επίθετο) - (παρόμοια:
γρινιάρης
-
γκρινιάζω
-
γκριν
)
Συνώνυμα
γκρινιάρικος
γκρινιάζων
γκρινιάρης
γκρινιάρικος
4
Αντώνυμα
χαρούμενος
ευδιάθετος
πρόσχαρος
3
Ορισμός
Που γκρινιάζει συχνά, που είναι δυσαρεστημένος και το δείχνει με γκρίνια.
Που χαρακτηρίζεται από γκρίνια, δυσαρέσκεια ή δυσφορία.
2
Παραδείγματα
Ο γκρινιάρης γείτονας παραπονιόταν πάντα για τον θόρυβο.
Μην είσαι τόσο γκρινιάρης, προσπάθησε να δεις το θετικό στη ζωή.
2