1. Λέξη
    γκρινιάρης (επίθετο) - (παρόμοια: γρινιάρης - γκρινιάζω - γκριν)
  2. Συνώνυμα
    • γκρινιάρικος
    • γκρινιάζων
    • γκρινιάρης
    • γκρινιάρικος
    4
  3. Αντώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευδιάθετος
    • πρόσχαρος
    3
  4. Ορισμός
    • Που γκρινιάζει συχνά, που είναι δυσαρεστημένος και το δείχνει με γκρίνια.
    • Που χαρακτηρίζεται από γκρίνια, δυσαρέσκεια ή δυσφορία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γκρινιάρης γείτονας παραπονιόταν πάντα για τον θόρυβο.
    • Μην είσαι τόσο γκρινιάρης, προσπάθησε να δεις το θετικό στη ζωή.
    2