Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκόμενα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γκόμενος
-
γκόμεζ
)
Συνώνυμα
κορίτσι
φίλη
συντροφιά
3
Αντώνυμα
άντρας
γκόμενος
2
Ορισμός
Μια γυναίκα που είναι σε ρομαντική ή ερωτική σχέση με κάποιον.
Μια γυναίκα που συνοδεύει κάποιον σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία είναι η γκόμενα του Γιάννη εδώ και δύο χρόνια.
Πήρε τη γκόμενα του στο πάρτι και όλοι την θαύμασαν.
2