1. Λέξη
    γκόμενα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γκόμενος - γκόμεζ)
  2. Συνώνυμα
    • κορίτσι
    • φίλη
    • συντροφιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • άντρας
    • γκόμενος
    2
  4. Ορισμός
    • Μια γυναίκα που είναι σε ρομαντική ή ερωτική σχέση με κάποιον.
    • Μια γυναίκα που συνοδεύει κάποιον σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία είναι η γκόμενα του Γιάννη εδώ και δύο χρόνια.
    • Πήρε τη γκόμενα του στο πάρτι και όλοι την θαύμασαν.
    2