Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γκόμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γκόμενα
-
γκόμεζ
-
επόμενος
-
λεγόμενος
-
ερχόμενος
)
Συνώνυμα
φίλος
σύντροφος
ερωμένος
3
Αντώνυμα
εχθρός
αντίπαλος
2
Ορισμός
Άνδρας που έχει ερωτική σχέση με μια γυναίκα.
Άτομο που αποτελεί αντικείμενο ερωτικού ενδιαφέροντος.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία έχει έναν νέο γκόμενο.
Ο γκόμενος της έκανε έκπληξη για τα γενέθλιά της.
2