1. Λέξη
    γκόμενος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γκόμενα - γκόμεζ - επόμενος - λεγόμενος - ερχόμενος)
  2. Συνώνυμα
    • φίλος
    • σύντροφος
    • ερωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • εχθρός
    • αντίπαλος
    2
  4. Ορισμός
    • Άνδρας που έχει ερωτική σχέση με μια γυναίκα.
    • Άτομο που αποτελεί αντικείμενο ερωτικού ενδιαφέροντος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία έχει έναν νέο γκόμενο.
    • Ο γκόμενος της έκανε έκπληξη για τα γενέθλιά της.
    2