Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γλείφω (ρήμα) - (παρόμοια:
γλείψω
)
Συνώνυμα
γλυφτικώ
γλυστρώ
γλυκοφιλώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
αγνοώ
περιφρονώ
3
Ορισμός
Λικρίζω κάτι με τη γλώσσα.
Προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου με κολακευτική συμπεριφορά.
2
Παραδείγματα
Το σκυλί γλείφει τα πόδια του αφεντικού του.
Ο υπάλληλος γλείφει τον προϊστάμενό του για να πάρει προαγωγή.
2