Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γλείψω (ρήμα) - (παρόμοια:
λείψω
-
γλείφω
)
Συνώνυμα
γλυστρώ
γλυκοφιλώ
φιλώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απομακρύνομαι
2
Ορισμός
να αγγίζω κάτι με τη γλώσσα μου για να δοκιμάσω ή να καθαρίσω
να φιλώ κάποιον με πάθος ή τρυφερότητα
2
Παραδείγματα
Το παιδί έγλειψε το παγωτό του με απόλαυση.
Της έγλειψε το χέρι ως ένδειξη αγάπης.
2