1. Λέξη
    γλείψω (ρήμα) - (παρόμοια: λείψω - γλείφω)
  2. Συνώνυμα
    • γλυστρώ
    • γλυκοφιλώ
    • φιλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απομακρύνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • να αγγίζω κάτι με τη γλώσσα μου για να δοκιμάσω ή να καθαρίσω
    • να φιλώ κάποιον με πάθος ή τρυφερότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί έγλειψε το παγωτό του με απόλαυση.
    • Της έγλειψε το χέρι ως ένδειξη αγάπης.
    2